ἀποτροπαίου

ἀποτροπαίου
ἀποτρόπαιος
averting evil
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Παρασκευά σπηλιά — Όνομασία σπηλαίου του Πειραιά, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο Μικρολίμανο και στο Πασαλιμάνι. Η ονομασία του οφείλεται στον επιχειρηματία, που είχε εγκαταστήσει εκεί μαγειρείο και οινοπωλείο στα τελευταία χρόνια και λεγόταν Παρασκευάς. Το σπήλαιο… …   Dictionary of Greek

  • αποτρόπαιος — η, ο εκείνος τον οποίο θα ήθελε κανείς να αποτρέψει, να απομακρύνει, απαίσιος: Η αστυνομία κατόρθωσε να βρει τους δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”